-
1 μεταβολής
μεταβολεύςone who exchanges: masc nom plμεταβολεύςone who exchanges: masc nom /voc plμεταβολήchange: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 μεταβολῆς
μεταβολεύςone who exchanges: masc nom plμεταβολεύςone who exchanges: masc nom /voc plμεταβολήchange: fem gen sg (attic epic ionic) -
3 καινο υργία
καινο υργία, ἡ, Neuerung, bes. im Staate; Isocr. 6, 50 ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας ϑᾶττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν; Sp.
-
4 μετα-βολή
μετα-βολή, ἡ, das Umwerfen, Umsetzen, die Veränderung; μεταβολαὶ ἱστίων, wenn der Wind sich ändert, Pind. P. 4, 292; κακῶν, Eur. Herc. Fur. 734; λίαν διδοῦσα μεταβολάς I. T. 722, öfter; αἱ μεταβολαὶ τῶν ὡρέων, bes. plötzlicher Witterungswechsel, Her. 2, 77; ἡ μεταβολὴ ἡ ἐς Ἕλληνας, 1, 57, bezieht sich auf die Veränderung der Volksnamen in den der Hellenen; κακοῦ εἰς ἀγαϑόν Plat. Ax. 366 b, öfter; ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Rep. VIII, 553 d; ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον 565 d, öfter, s. auch μεταβάλλω. Oft bei den Oratt.; μεταβολὴ πολλή μοι ἐγένετο, Is. 1, 1; καὶ μετάστασις, Dem. 2, 13; Sp., ἡ περὶ τὸν βίον μετ., Plut. Them. 3; ἡ πρὸς τὸ βέλτιον μετ., Luc. V. H. 1, 30, wie εἰς τοὐναντίον, Pol. 6, 3, 1; ἐπὶ τὸ χεῖρον, 18, 6, 6; auch ἡ πρὸς τοὺς Ῥωμαίους μετ., der Abfall zu den Römern, 9, 26, 2 u. öfter; Pol. braucht es auch oft von tactischen Bewegungen und Schwenkungen, 11, 18. 1, 50. 51; ἐκ μεταβολῆς, umgekehrt, 1, 61, 7; D. Sic. 13, 24. – Veränderlichkeit, im plur., Xen. Hell. 2, 3, 33.
-
5 οἰκεῖος
οἰκεῖος, ion. οἰκήϊος, auch 2 Endgn, 1) häuslich, zum Hause, zur Familie gehörig, verwandt; σταϑμοῖς ἐν οἰκείοισι, Aesch. Prom. 396; χεῖρας κρεῶν πλήϑοντες οἰκείας βορᾶς, Ag. 1193, = τῶν οἰκείων, der Verwandten; οἰκεῖα πάϑη, Soph. Ai. 253; οἰκείας εἰς ἄτας ἐμπίπτεις, El. 208; πένϑος οἰκεῖον, um den Sohn, Ant. 1234; οἰκεία χϑών, das Vaterland, 1188; ἄνδρα οἰκήϊον, einen Verwandten, Her. 1, 108; den συγγενεῖς entsprechend, 3, 119; τετελεύτηκε ὑπὸ τῶν ἑωυτοῦ οἰκηϊωτάτων, von den nächsten Verwandten, 3, 65. 5, 5; κατὰ τὸ οἰκεῖον, nach der Verwandtschaft, Thuc. 1, 9; τινί, Plat. oft, der es mit φίλος vrbdt, u. Euthyphr. 4 b εἴτε ἀλλότριος εἴτε οἰκεῖος gegenüberstellt, wie Rep. V, 463 b; τὸ μὲν οἰκεῖον καὶ συγγενές, ib. 470 b; καὶ γνώριμοι, II, 376 b; οὓς ἂν ἡγήσαιτο οἰκειοτάτους τε καὶ ἑταιροτάτους, Phaed. 89 d; ὁ τούτων οἰκεῖος u. ἡμῖν οἰ. κειότατος ἦν Is. 1, 28, s. auch zu Ende; – befreundet, οὐδὲν οἰκεῖον, πάντα δὲ ἡγοῠνται πολέμια, Pol. 4, 3, 1, öfter. – 2) in Beziehung auf den Besitz, eigen, eigenthümlich; τὸ οἰκεῖον πιέζει πάνϑ' ὅμως, Pind. N. 1, 53; παρ' οἰκείαις ἀρούραις, Ol. 12, 21, οἰκεῖον ἢ 'ξ ἄλλου τινός, Soph. O. R. 1162, πότερα πατρῴας ἢ πρὸς οἰ. κείας χερὸς ὄλωλεν, oder von eigener Hand, Ant. 1161; οὐ τὰ τῶν Ἰώνων πάϑεα, ἀλλὰ τὰ οἰκήϊα, Her. 1, 153; ὡς οἰκείας αὐτῷ ταύτης οὔσης τῆς ἐπιστήμης, Plat. Polit. 266 e; τὴν οἰκείαν λιπόντες φύσιν, Soph. 264 e; τῶν οἰκείων χρημάτων ἐπιμελούμενοι, Legg. IX, 627 d; Ggstz τὰ τῆς πόλεως, Apol. 23 b; νομίσῃ τε μηδεὶς ἀλλοτρίας γῆς πέρι οἰκεῖον κίνδυνον ἕξειν, Thuc. 3, 13; auch im Ggstz von κοινός u. πολιτικός, den Privatmann betreffend, Her. 1, 45. 5, 47, Thuc. u. A.; οὐδὲν ἐμοὶ πρὸς τούτους οἰκεῖον οὐδὲ κοινὸν γέγονεν, Dem. 19, 236; πρὸς τοὺς οἰκείους πο-λέμους οἰκείᾳ χρῆσϑαι δυνάμει, 13, 7. – 3) wozu geeignet, geschickt; οὔτε οἶδε καλὸν οὐδὲν οὐδ' οἰκήϊον, Her. 3, 81, noch was sich schickt; vgl. Plut. Symp. 8, 4, 3, τοὺς ῥήτορας ἐάσομεν περαίνειν τὸ οἰκεῖον, das ihnen Eigenthümliche, ihre Pflicht; οἰκείαν τιμὴν τῷ ἡβῶντι, Plat. Rep. V, 468 d; οἰκειοτάτη γοῠν διάλεκτος αὕτη αὐτοῖς, Theaet. 183 b; λόγους οἰκείους καὶ ἀναγκαίους τῇ γραφῇ ποιεῖν, Dem. 18, 59; adv., εἰ μέλλει οἰκείως λέγεσϑαι, Plat. Rep. III, 397 c; οἰκειότερος καιρός, passendere Gelegenheit, Pol. 3, 8, 9; auch πρός τι, 5, 105, 1; auch geneigt wozu, λίαν οἰκείους ὄντας τῶν τοιούτων ἐγχειρημάτων, 4, 57, 4; πάντα ἦν οἰκεῖα τῆς μεταβολῆς, 14, 9, 5, oft; dah. οἰκείως διακεῖσϑαι πρός τι, zu Etwas geneigt sein, 13, 1, 2, wie οἰκειότατα ἔχειν πρός τι, 5, 106, 4; aber οἰκειότατα χρῆσϑαί τινι ist = sehr vertraut mit Einem umgehen, Is. 6, 1; u. so οἰκείως ἔχειν πρός τινα, in freundschaftlichem Verhältnisse zu Einem stehen, Thuc. 6, 57, wie Xen. Mem. 2, 7, 9 vrbdt φιλικώτερον καὶ οἰκειότερον ἀλλήλοις ἕξετε; – οἰκειοτέρως ἔχειν, Ath. V, 177 e.
-
6 ἄρχω
ἄρχω, 1) der Erste sein, anfangen, insofern man der Erste ist, der etwas thut, in Beziehung auf Andere, die es nachher thun; a) absolut; πρὸς Ὄλυμπον ἴσαν ϑεοὶ πάντες ἅμα, Ζεὺς δ' ἦρχε, ging voran, war an der Spitze, Iliad. 1, 495; vgl. 3. 420. 9, 657. 11, 472; νῦν δ' ἄρχ', ὅππῃ σε κραδίη ϑυμός τε κελεύει 13, 784; ὅπῃ ἄρξειεν Ἀχιλλεύς Od. 3, 106; οἱ δ' ᾤμωξαν ἀολλέες, ἦρχε δ' Ἀχιλλεύς Iliad. 23, 12; ἀρχέτω· αὐτὰρ ἐγὼ μάλα πείσομαι ᾑ περ ἂν οὗτος 7, 286; σὺ μὲν ἄρχε 9, 69; τίη δὴ νῶι διέσταμεν; οὐδὲ ἔοικεν ἀρξάντων ἑτέρων 21, 437; Plat. Rep. X, 619 b dem τελευτῶν entgegengesetzt. – b) c. gen.; ἄρχε μάχης ἠδὲ πτολέμοιο Iliad. 7, 232; ἄρξειαν πολέμοιο 4, 335; ἦρχον ἐγὼ μύϑοιο 11, 781; πρῶτος Πηνέλεως ἦρχε φόβοιο 17, 597; von dgl. Fällen ist vielleicht zu unterscheiden ἦρχε δ' ὁδοῖο νήσου ἐπ' ἐσχατιῆς Od. 5, 237; λόγου, der Erste sein im Reden, d. i. anfangen zu reden, Eur. Phoen. 450; Xen. An. 1, 6, 5; vgl. Cyr. 6, 1, 6 ἐπεὶ πρεσβύτερός εἰμι, die Jüngern sprechen hernach; τῆς ἀδικίης Her. 3. 130; κακῶν ἦρξε τὸ δῶρον war das Erste, die Ursach, Soph. Tr. 869; τοῖς Ἕλλησι μεγάλων κακῶν ἄρξει Thuc. 2, 12; μεταβολῆς ἁπάσης ἄρχει Plat. Legg. X, 892 a; γενέσεώς τινι D. Hal. 1, 10; ähnl. τὸ γένος ἄρχει ἀπό τινος, abstammen, ibid.; χειρῶν, Thätlichkeiten anfangen, Plat. Legg. IX, 869 c; so auch ohne χειρῶν, IX, 880 a. Doch auch wie ἄρχεσϑαι, von etwas anheben, Eur. Tr. 969. – c) seltner c. acc.; ὁδόν, den Weg vorangehen, τινί, Od. 8, 107; ἅπερ ἦρχεν, was er zuerst that, Aesch. Ag. 1511; λυπηρόν τι Soph. El. 542; ὕμνον Pind. N. 3, 10; aber σπονδαῖς ἄρχειν, libatione auspicari, Pind. I. 5, 37. – d) c. inf.; Μηριόνης ἦρχ' ἴμεν Iliad. 13, 329; βουλῆς ἐξ ἦρχε νέεσϑαι 2, 84; ἄρχετε νέκυας φορέειν Od. 22, 437; ὥς κε Τρῶες Ἀχαιοὺς ἄρξωσι πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια δηλήσασϑαι Iliad. 4, 67; ἄρξει καὶ προτέρω κακὸν ἔμμεναι Od. 4, 667; λέγειν Eur. Med. 475. – e) c. part.; ἦρχε λέχοσδε κιών Iliad. 3, 447; ἐγὼ δ' ἦρχον χαλεπαίνων 2, 378; ἀδικῶν Her. 4, 119. – f) c. dat., oft bei Hom.: neben dem gen., τοῖσι μύϑων ἦρχε Ἀϑήνη Od. 13, 374, vgl. Iliad. 2, 433; τῇσιν Ἀνδρομάχη ἦρχε γόοιο Iliad. 24, 723; ἄρχε ϑεοῖσι δαιτός 15, 95; neben dem inf., τοῖσιν Ἥφαιστος ἦρχ' ἀγορεύειν Iliad. 1, 571, vgl. Od. 2, 15. 16, 845. Diese Dative sind wohl in der Bed. eines genit. partitiv. zu nehmen, wie Homer ja überhaupt sehr oft den dat. in dem Sinne gebraucht, für welchen die Prosa den genit. gebrauchen würde, vgl. Friedlaend. Aristonic. p. 22; also τοῖσιν Ἥφαιστος ἦρχ' ἀγορεύειν = der erste unter ihnen, welcher redete, war Hephästos. Hiervon ist wohl zu unterscheiden der dat. Od. 24, 9 ἦρχε δ' ἄρα σφιν Ἑρμείας κατ' εὐρώεντα κέλευϑα, er führte sie; welche Stelle Licht erhält durch die wegen ihres accus. schon unter c) erwähnte Stelle Od. 8, 107 ἦρχε δὲ τῷ αὐτὴν ὁδὸν ἥν περ οἱ ἄλλοι; in diesen beiden Stellen ist also an den Sinn des genit. partit. nicht zu denken, sondern an den des genit. object. – 2) Häufiger ist in Prosa das med., den Anfang womit machen, im Ggstz dessen, was man später thut; doch wird dieser Unterschied vom act. nicht immer beobachtet; bei Hom. steht entschieden mehrmals das med. genau in demselben Sinne wie das act.: τοῖς ὁ γέρων πάμπρωτος ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν Iliad. 7, 324. 9, 93; τοῖσι Τηλέμαχος ἤρχετο μύϑων Od. 1, 367; τῇσι Ναυσικάα ἤρχετο μολπῆς 6, 101. In anderen Stellen läßt sich ein Unterschied zw. med. u. act. annehmen: ὅτ' ἂψ ἄρχοιτο Od. 8, 90; ἤρξατο δ' ὡς πρῶτον Κίκονας δάμασε 23, 310; ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δ' ἄρξομαι Iliad. 9, 97; ὁ δ' ὁρμηϑεὶς ϑεοῦ ἤρχετο Od. 8, 499; ἀρξάμενοι τοῦ χώρου ὅϑεν τέ περ οἰνοχοεύει 21, 142; ἐκ τοῦ ἀρχόμενος λέχος ἔξεον 23, 199; vom Opfer Od. 14, 428 ὁ δ' ὠμοϑετεῖτο συβώτης, πάντων ἀρχόμενος μελέων, ἐς πίονα δημόν, v. l. πάντοϑεν, s. Scholl. Did.; vgl. ἀπάρχομαι. Bei den Folgenden: a) c. gen., ἐπέων Pind. P. 4, 30; λόγου, seine Rede anfangen, Xen. An. 3, 2, 7; δρόμου, σίτου Cyr. 3, 3, 61. Häufiger b) ἀπό τινος, so daß der einzelne Punkt, der der erste ist, bezeichnet wird, vgl. Matth. Gr. §. 336, Anm. 2; Plat. Phaedr. 100 b Soph. 218 a; ἤργμεϑα Legg. IV, 722 c; Xen. An. 6, 1, 18 u. sonst; dah. πόϑεν, Plat. Menex. 237 a; bes. wird ἀπό τινος ἀρξᾰμενος periphrastisch gebraucht, von da an, vgl. Her. 3, 91; Plat. Gorg. 471 c. Ebenso ἔκ τινος, Her. 2, 17 u. öfter; ἐκ παιδός, ἐκ παίδων σμικρῶν ἀρ., von Kindheit an, Plat. Rep. IX, 582 b Prot. 325 c; ἐξ ἕω ἀρξάμενος – μέχρι, vom Morgen an, Legg. VII, 807 d. Ein Verbum steht dabei c) im inf., um übh. den Anfang auszudrücken von etwas, ἄρχομαι μανϑάνειν Xen. Mem. 3, 5, 22, ich fange an zu lernen; ἡ νόσος ἤρξατο γενέσϑαι, die ersten Spuren der Krankheit zeigten sich, Thuc. 2, 47; – oder mit dem partic., wenn der Anfang in Beziehung auf die ganze Folgezeit, den Fortgang des Zustandes betrachtet wird, ἠρχόμεϑα διαλεγόμενοι Plat. Theaet. 187 a; ἄρχομαι διδάσκων, ich fange meinen Unterricht an, Xen. Cyr. 8, 8, 2; umgekehrt, ἀρχόμενος ἔλεγον Plat. Theaet. 174 b, zuerst; vgl. Matth. Gr. §. 557. – 3) der Erste sein als Anführer, Herrscher, befehligen, herrschen; absolut, Od. 6, 12. 14, 471 Iliad. 13, 136; ἄρχειν τε καὶ ἄρχεσϑαι Plat. Prot. 326 d; ἄρξουσι καὶ ἄρξονται Rep. III, 412 c; so in pass. Bdtg auch Aesch. Pers. 581; Her. 7, 139; aber ἀρχϑήσομαι hat Arist. pol. 1, 13 u. Sp.; bes. Archont sein; mit dem gen., Iliad. 2, 494. 16, 173 Od. 10, 205; eben so Folg., sowohl vom Könige, als von den Obrigkeiten; ἀρχὴν ἄρχειν; häufig vom Heerführer, Her. 5, 1; Xen. An. 2, 2, 5; ἵππων ζεύγους Plat. Theag. 123 d; κώμης Xen. An. 4, 5, 28. Homerisch ist die Vbdg mit dem dat., ἦρχε δ' ἄρα σφιν Ἕκτωρ Iliad. 16, 552; ἦρχε δ' ἄρα σφιν Ἄρης καὶ Ἐνυώ 5, 592; οἷσί περ ἄρχει 2, 805, vgl. Scholl.; εἰνάκις ἀνδράσιν ἦρξα καὶ νέεσσιν ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς Od. 14, 230; ἄρχε Μυρμιδόνεσσι μάχεσϑαι Iliad. 16, 65; Ζεὺς δαρὸν οὐκ ἄρξει ϑεοῖς Aesch. Prom. 942; vgl. Eur. I. A. 337; Paus. 1, 1, 2; auch ἔν τισιν, Il. 13, 690; Plat. Phaedr. 238 a. Allgem., die Oberhand behalten, wie κρατέω, σέο ἕξεται ὅ ττί κεν ἄρχῃ Il. 9, 102. – Pass., befehligt werden; dah. untergeben sein, = ὑπήκοον εἶναι, Xen. An. 7, 7, 29; bes. von Unterthanen, Cyr. 1, 6, 8; von den gemeinen Soldaten, An. 3, 2, 30; Her. vrbdt gew. ὑπό τινος, doch auch ὑπό τινι, 1, 91. 130; ἄρχεται ἐς τοῦτο τὸ ὄρος ὑπὸ τῶν Περσέων, impers. = die Perser herrschen, 3, 97.
-
7 αδεκτος
2не принимающий в себя, невосприимчивый(κακοῦ Plut.)
οὐκ ἄ. μεταβολῆς Plut. — доступный изменениям, могущий изменяться -
8 αμοιρος
21) лишенный доли, не имеющий, лишенный(τινος Aesch., Plat., Arst.)
λόγος πράξεως ἄ. γενόμενος Dem. — слово, не подтверждаемое делом;ἄ. μεταβολῆς — не подверженный изменениям;τῶν κάτωθεν ἄ. θεῶν Soph. — не допущенный к подземным богам, т.е. лишенный погребения;ὕβρεως ἄ. Plat. — лишенный наглости2) обездоленный, несчастный(ἄμοιροι καὴ εὔμοιροι Plat.)
-
9 ατοπια
ἥ1) странность, необычность(τιμωρίας Thuc., Plut.; πάθους Plat.)
ἥ τῆς μεταβολῆς ἀ. Plut. — поразительная перемена2) чудачество, причуда Arph., Plat., Polyb., Plut., Luc. -
10 επεχω
(fut. ἐφέξω и ἐπισχήσω; aor. 2 ἐπέσχον и поэт. ἐπέσχεθον) реже med.1) иметь, держать, покоить(πόδας, sc. θρήνυϊ Hom.)
2) протягивать, (по)давать(οἶνον, μαζὸν παιοί Hom.; λουτρὰ χειροῖν Eur.; πιεῖν Arph.)
3) приставлять, приближать, подносить(κρωσσὸν ποτῷ Theocr.)
ἐπισχόμενος ἐξέπιεν Plat. — поднеся (к устам чашу с ядом, Сократ) выпил4) направлять, устремлять(τόξον σκοπῷ Pind.; τόξα ἄλλῳ Eur.; ὀφθαλμόν τινι Luc.)
ἐ. τέν διάνοιαν ἐπί τινι Plat. (ср. 8) и τέν γνώμην τινί Plut. — обращать (свои) мысли к чему-л., думать (помышлять) о чем-л.;τὸν ἐπισχόμενος βάλεν ἰῷ Hom. — прицелившись, он поразил его стрелой5) устремляться, нападать, преследовать(ἐπί и κατά τινα Her., ἐπί τινι Thuc. и τινί Plut.)
τί μοι ὧδ΄ ἐπέχεις ; Hom. — что ты ко мне так пристал(а)?;ὄχλος πᾶς ἐπεῖχε Eur. — вся толпа набросилась (на Пентея)6) намереваться, рассчитывать(ποιεῖν τι Her.)
7) стремиться, добиваться(ἀρχαῖς Arph.)
ἐ. τῇ διαβάσει Polyb. — готовиться к переправе8) сдерживать, удерживать, задерживать(τινά τινος Eur., Xen., Plat., Dem. и τινὰ μέ (οὐ) πράσσειν τι Soph.)
ἐπέχων καὴ οὐκ ἀνιείς Plat. — держа и не отпуская, т.е. не давая передышки;ἐ. τέν διάνοιαν Arst. — переставать думать (ср. 4);ἐ. χεῖρα φόνου Soph. — удерживаться от убийства;ῥέεθρα ὄζοισιν ἐ. Hom. — запрудить течение (реки) ветвями;ἐ. ἡνίαν Soph. — натянуть поводья;ἐ. ὀργάς Eur. — сдерживать (свой) гнев;ἐ. στόμα Eur. — зажимать рот, мешать говорить (кому-л.);ἐπισχόμενος τὰ ὦτα Plat., Plut.; — заткнув(ший) себе уши;τέν φωνέν ἐπέσχητο Plut. — она не могла говорить;ἐπέμφθη Ἡρώδην τῆς μεταβολῆς ἐφέξων Plut. — он был послан, чтобы удержать Ирода от отпадения;ἐπισχειν τινος Thuc., Arph., Xen., περί τινος Thuc. и τι Dem., Plut.; — прекратить (приостановить) что-л.;τέν ζημίαν ἐ. Thuc. — отменить наказание;ἐ. τὰ πρὸς Ἀργείους Thuc. — приостановить переговоры с аргосцами;χρησμοὺς ἐπισχεῖν Eur. — воздержаться от предсказаний;Εὐβοίας πέρι ἐπισχεῖν Thuc. — отказаться от своих планов на Эвбею;ἡμέρας ἐπισχεθείσης Plut. — когда дневной свет померк;Μῆδοι ἐπέσχον Κορινθίους Her. — мидяне сдерживали коринфян, т.е. мидийские войска были выстроены против коринфских;ἐ. τῷ ξύλῳ τινά Arph. — обуздывать кого-л. палкой;ἢν μέ ἄνεμος ἐπέχῃ Her. — разве если дует ветер9) воздерживаться, выжидатьἈντίνοος δ΄ ἔτ΄ ἐπεῖχε Hom. — Антиной же все еще медлил;
ἐπίσχες Aesch. — погоди;ἐπίσχετον, μάθωμεν Soph. — подождите, давайте разберемся (в чем дело);οὐ πολὺν χρόνον ἐπισχὼν ἧκε Plat. — немного спустя он пришел:οὐκ ἔπεσχον τὸ στρατόπεδον καταλαβεῖν Thuc. — у них не хватило терпения выбрать место для лагеря;ἐπισχεῖν περὴ συμμαχίας Thuc. — подождать с заключением союза;ἐπέσχοντο τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιχειρεῖν Thuc. — они не решились атаковать афинян;ἐπέσχε εἰς τέν Ἀσίαν NT. — он задержался в Азии10) останавливаться(ἡμεῖς ἐπέσχομεν Plut.)
ἀναλῶν οὐκ ἐφέξεις Arph. — твоим расходам не будет конца;ὡς πρῶτον ἐπέσχε Plut. — когда он умолк11) воздерживаться от суждения(περί τινος Luc., Sext.; ἐν τοῖς ἀδήλοις Plut.)
ἐπισχεῖν μηδὲ καλέειν ὄλβιον Her. — воздержаться назвать (кого-л.) блаженным12) держать в своей власти, обладать, владеть(τέν Ἀσίην πᾶσαν Her.; πάντα Xen.; θεὸς ὅ τὸν κόσμον ἐπέχων Arst.)
13) занимать, простираться, охватывать(ἑπτὰ πέλεθρα Hom.; med. ἀμφὴ γαίῃ Hes.; τόπον τινά Arst., Plut.)
ἐπὴ πλεῖστον μέρος τῆς γῆς ἐπισχεῖν Thuc. — распространиться на большую часть страны;ὁπόσσον ἐπέσχη πῦρ Hom. — насколько раскинулось пламя;εὐχαὴ καὴ θυσίαι ἐπεῖχον τέν πόλιν Polyb. — молебствия и жертвоприношения совершались по всему городу;ἐπ΄ ὀκτὼ μῆνας Κυρηναίους ὀπώρη ἐπέχει Her. — уборка урожая длится у киренцев восемь месяцев;κραυγῆς ἐπεχούσης τῆς ἐκκλησίας Diod. — когда в собрании поднялся крик;τέν θύραν ἐπεῖχε κρούων Arph. — он не переставал стучать в дверь14) происходить, совершаться, бытьνὺξ ἐπέσχεν Plut. — наступила ночь
15) внимательно смотреть, пристально следить, вникать(τινί NT.)
-
11 μεταβολη
ἥ1) поворачивание, поворот(ἱστίων Pind.; ἥ πρὸς τὸ βέλτιον μ. Luc.)
ἐκ μεταβολῆς Polyb. — наоборот, напротив2) смена, перемена(ἱματίων Xen.; τῶν ὡρέων Her.)
3) изменение, превращение(ἐκ προστάτου ἐπὴ τύραννον, ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Plat.)
ἀπραγμοσύνης μ. Thuc. — обращение к бездеятельности, утрата активности4) переход(ἐς Ἕλληνας Her.; πρὸς Ῥωμαίους Polyb.)
ἐκ τοῦ εἶναι ἐπὴ τὸ μέ εἶναι μ. Plat. — переход из бытия в небытие;ἥ ἐναντία μ. Thuc. — переход в нечто противоположное, т.е. коренные изменения5) прекращение, конецμ. κακῶν Eur. — конец злодействам;
μ. τῆς ἡμέρης Her. и μ. ἡλίου Plat. — затмение солнца;τῶν πολιτειῶν αἱ μεταβολαὴ καὴ ἐπιδοχαί Thuc. — государственные перевороты6) перемещение, переселение, странствование(ἐκ τῶν ἐσχάτων τόπων Arst.)
7) pl. изменчивость, непостоянство(τινος Xen.)
8) меновая торговля, товарообмен(ἐπὴ μεταβολῇ πλεῖν Thuc.)
-
12 οικτρος
31) достойный сожаления, внушающий сострадание(συμφορά Pind.; ἄλγος Aesch.)
οἰ. τῆς μεταβολῆς Plut. — вызывающий сострадание своей превратной судьбой2) жалостный, жалобный, горестный(λόγοι, δάκρυ Eur.; ὄψ Soph.)
-
13 μεταβολή
-ῆς ἡ N 1 0-0-2-2-3=7 Is 30,32; 47,15; Est 4,17y; 8,12i; 3 Mc 5,40modification, alteration, change Est 8,12i; change, reversal Est 4,17y; change, succession (of seasons) Wis 7,18; exchange, traffic Is 47,15ἐκ μεταβολῆς alternately, by turns, in turn Is 30,32 -
14 μεταβολή
μεταβολ-ή, ἡ,2 exchange, barter, ἐπὶ μεταβολῇ with a view to traffic, Th.6.31: metaph.,οὔ τιν' ἀπαλλαγὴν τῶν κακῶν ἀλλὰ μ. μειζόνων Epicur.Fr. 479
.4 payment by transfer in an account, PLond.3.1129b7 (ii A. D.).II (from [voice] Med.) transition, change, ἀρχὰ κινήσιος καὶ μεταβολᾶς [Philol.] 21, cf. Chrysipp.Stoic.2.160;μετάστασις καὶ μ. D.2.13
;ἐκ μεταβολῆς Men.712
, Plb.1.61.7, D.S.13.24;πάλιν ἐκ μ. Aeschin. 2.9
: freq. in pl., changes, vicissitudes,τῶν ὡρέων Hdt.2.77
, cf. Arist.HA 596b23; ;αἱ μ. κάτω τε καὶ ἄνω γιγνόμεναι Pl.Phlb. 43b
, cf. Antipho 2.4.9;αἱ πλεῖσται μ. μάλιστα τέρπουσιν Hp.Vict.1.18
;ἦμαρ <ἕν> τοι μ. πολλὰς ἔχει E.Fr. 549
;τῆς γῆς ἡ ἀρίστη αἰεὶ τὰς μ. τῶν οἰκητόρων εἶχεν Th.1.2
: c. gen. objecti, change from a thing,μεταβολὰ κακῶν E.HF 735
; rarely, change to..,ἀπραγμοσύνης μ. Th.6.18
: more freq. with Preps.,μ. ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Pl.R. 553d
; ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον ib. 565d;ἐκ τοῦ εἶναι ἐπὶ τὸ μὴ εἶναι Id.Prm. 162c
;ἡ ἐπὶ τὸ χεῖρον μ. Diph.104
; ἡ ἐναντία μ. change to the contrary, Th.2.43; ἅμα τῇ μ. τῇ ἐς Ἕλληνας their going over to the Greeks, Hdt.1.57;ἡ πρὸς Ῥωμαίους μ. Plb.9.26.2
;μ. μεταβάλλειν Pl.R. 404a
, Arist.Po. 1449a14: prov.,μ. πάντων γλυκύ E.Or. 234
, cf. Arist.Rh. 1371a28, Antiph.207.5.4 migration, [τὰ ζῷα] ποιούμενα τὰς μ. Arist. HA 597a3
: euphemism for death, Philostr.VA8.31, Corp.Herm.11.15,12.6.5 as Military term, wheeling about, being a doubleκλίσις, ἡ εἰς τοὔπισθεν μ. Plb.18.30.4
.6 of literary style, variety, Caecil.Calact. ap. Quint.9.3.38;μ. καὶ ποικίλον D.H.Pomp.3
: pl., Longin.5, 23.1.7 in Music, modulation, e.g. of τόνος or γένος, Aristox.Harm.p.38 M., Cleonid.Harm.13, Bacch.Harm.50, Aristid. Quint.1.11, Ptol.Harm.2.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβολή
-
15 μωλύω
A boil imperfectly, parboil, scald, simmer, ( μολυν- codd.);σκληρότερα μὲν τὰ μεμωλυσμένα γίγνεται τῶν ἑφθῶν Id.Mete. 381a21
(v.l. μεμολ-); of a herb, μωλυθεῖσα πυρὶ σμαλερῷ Poet.deherb. 101, cf. 138; of half-roasted meat, [κρέα] πρὸς ὀλίγον τῷ πυρὶ μεμωλυσμένα Hld.2.19
( μεμολ- codd.).II of ulcers, 'go off the boil', fail to come to a head, subside, fade away,σκληρὰ καὶ ἄπεπτα πάντα ἐμωλύνθη Hp. Epid.7.3
(v.l. ἐμολ-) ; συνελειαίνετο (v.l. ἐπεχλιαίνετο) ταῦτα, καὶ ἐμωλύνθη (v.l. κατεμωλύθη) καὶ οὐκ ἀπεπύησεν ib.2.2.6 ( = ἠφανίσθη καὶ κατὰ βραχὺ ἀπεμαράνθη· οὕτως γὰρ καλεῖ τὸ τῆς ὀξείας κινήσεως καὶ μεταβολῆς παυσάμενον καὶ ἀποψυχθέν, Gal.17(1).328); μωλυόμενα· κατὰ βραχὺ ἀπομαραινόμενα, Hp. ap. Gal.19.124; μεμωλυσμένους (- μολ- codd.)· ἔνιοι μὲν τοὺς κατεψυγμένους, ἔνιοι δὲ τοὺς ἐσκιρρωμένους καὶ λιθώδεις ᾠήθησαν, Gal.19.121; of certain diseases, κατὰ τὴν ἀρχὴν ὑποβρύχιά τε καὶ μωλυνόμενα ( μολ- codd.) φαίνεται latent and ' simmering', Id.9.898; cf. μεμολυσμένως.2 relax, μεμωλυσμένη· παρειμένη, Hsch. s.v. μῶλυς; μωλύεται· γηράσκει, Id.; μωλύειν· τὸ ἐκλύειν καὶ διέλκειν καὶ μαραίνειν, Phryn.PSp.89 B.; μωλύον κρέας· τὸ ἠρέμα διαχεόμενον καὶ μὴ συνεστός, ibid.; δι' οὗ μωλύονται αἱ ὁρμαὶ καὶ τὰ πάθη, as expl. of μῶλυ, Cleanth. ap. Apollon.Lex. s.v. μῶλυ.III also of ulcers, become septic, ἢν ἕλκος γένηται.., καὶ μὴ ταχὺ ὑγιανθῇ ἀλλὰ μωλυνθῇ ( μολυνθῇ codd., quod fort. legend.) Hp.Steril.213. -
16 οἰκτρός
A pitiable,κοιμήσατο χάλκεον ὕπνον οἰκτρός Il.11.242
, cf. A.Supp.61(lyr.), S.OT58, etc.: c. gen., to be pitied for..,Plu.
Flam.13.2 of things, pitiable, lamentable,ἕτερα πεπόνθαμεν -ότερα Hdt.7.46
;οἰκτρὰ λογοποιοῦντες X.Cyr.2.2.13
;συμφορὰ οἰ. Pi.O.7.77
;- ότατος θάνατος Id.P.3.42
; πημοναί, ἄλγος, A.Pr. 240, 435 (lyr.), etc.;οἰκτρὰ γὰρ βόσκειν [ἡ κήρ] S.Ph. 1167
(lyr.) ; οἰκτρόν [ ἐστι] c. inf., A.Th. 321 (lyr.).3 in contemptuous sense, οἰ. τέκνα sorry fellows, Aus.Epigr.57 ;παιδίσκη Porph.Chr.23
;οἰ. τραγῳδία
miserable,Eust.
1691.34.II in act. sense, wailing piteously, piteous,- οτάτην δ' ἤκουσα ὄπα Od.11.421
, cf. S.El. 1067 (lyr.) ; οἰκτρᾶς γόον ὄρνιθος, of the nightingale, Id.Aj. 629(lyr.): neut. pl. as Adv.,οἴκτρ' ὀλοφυρομένη Od.4.719
, cf. 10.409, al.: regul. Adv. , S.El. 102 (anap.), al., And.4.39, Lys.32.10 : [comp] Comp.- ότερα AP10.65
(Pall.): [comp] Sup. .—Besides οἰκτρότερος, οἰκτρότατος, we find [comp] Sup. οἴκτιστος (q. v.) ; οἰκτότερον is f.l. in Hdt.7.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκτρός
-
17 προΐστημι
A Causal in these tenses, as also in [tense] pres. and [tense] aor. 1 [voice] Med., set before, once in Hom.,προστήσας [σε] πρὸ Ἀχαιῶν Τρωσὶ μάχεσθαι Il.4.156
: c. gen., π. τὸ σῶμα τοῦ σκοποῦ put his body in the way, Antipho 3.2.4 (dub. l.), cf. Plb.1.33.7.3 exhibit publicly, prostitute,π. ἐπ' οἰκημάτων D.Chr.7.133
.II [voice] Med., mostly [tense] aor. 1, put another before oneself, choose as one's leader, Hdt.1.123, 4.80: c. gen., take as one's guardian,Pl.
R. 565c, cf. 442a (cj.), 599a, D.59.37; ;στρατηγόν τινα τοῦ πολέμου π. D.Prooem. 21
.2 put before one, put in front,σκίπωνα προστήσασθαι Hdt.4.172
;τὰ ἅρματα X.HG4.1.18
; τὴν χεῖρα, so as to shade the eyes, Arist.Pr. 960a21.3 metaph., put forward as an excuse or pretence, use as a screen,τί τάδε προὐστήσω λόγῳ; E.Cyc. 319
; , etc.: c. gen., [τὴν ἀτυχίαν] τῆς κακουργίας προϊστάμενος Antipho 2.3.1
; .4 προστησώμεθα Τύρταιον put him forward, cite him as an authority, Pl.Lg. 629a.6 establish a thing before another, τοὺς ἀριθμοὺς τῆς ὑποστάσεως αὐτῶν (sc. τῶν ὄντων) Plot.6.6.15, cf. Procl.Inst. 133.B [voice] Pass., with [tense] aor. 2 [voice] Act. προὔστην: [tense] pf. προέστηκα, [ per.] 2pl.προέστατε Hdt.5.49
; inf. προεστάναι, part. προεστώς (v. infr.): [tense] fut. [tense] pf. προεστήξομαι, v. infr. 11.2:—[tense] aor. [voice] Pass. προεστάθην, v. infr.11.3:—come forward, v.l. for προς- in D.60.15.2 c.acc., approach as a suppliant,ἥ σε.. λιπαρεῖ προὔστην χερί S.El. 1378
; προστῆναι μέσην τράπεζαν dub. in Id.Fr.660.1 (fort. προσβῆναι):—in Hdt.1.86, προσστῆναι is restored.3 c. dat., stand so as to face another, :—in Hdt.1.129, προσστάς is restored.4 stand in public, be a prostitute, Aeschin.Ep.7.3, Vett. Val.16.7.II c. gen., to be set over, be at the head of,τῆς Ἑλλάδος Hdt.1.69
, 5.49;τῶν Ἀρκάδων τοὺς προεστεῶτας Id.6.74
; esp. to be chief or leader of a party, τῶν παράλων, τῶν ἐκ τοῦ πεδίου, Id.1.59;τοῦ δήμου Id.3.82
, Th.3.70, Lys. 13.7; ;τῆς πόλεως Th.2.65
; π. αὐτῶν to be their ringleader, X.An.6.2.9; π. χοροῦ, στρατεύματος, Id.Mem.3.4.3; π. τῶν πολιτειῶν head the respective parties in the state, Lys.25.9, etc.: abs., οἱ προεστῶτες, [dialect] Ion. -εῶτες, the leading men,τῶν σκυθέων Hdt.4.79
, cf. Th.3.11, etc.;οἱ προεστηκότες ἐν ταῖς πόλεσι X.HG 3.5.1
; οἱ ἐν ταῖςπόλεσι προστάντες Th.3.82
;τῷ προεστῶτι καὶ ἄρχοντι Pl.R. 428e
.2 in various relations, govern, direct, οὐκ ὀρθῶς σεωυτοῦ προέστηκας you do not manage yourself well, Hdt.2.173;π. τῆς μεταβολῆς Th.8.75
;τοῦ ἱεροῦ X.HG3.2.31
;τοῦ ἑαυτοῦ βίου Id.Mem.3.2.2
;τοῦ πράγματος D.30.18
;προεστήξομαι τῆς χωνεύσεως PCair.Zen.481.9
(iii B. C.); ἐργασίας, τέχνης, Plu.Per.24, Ath.13.612a;π. ἐνδόξου καὶ καλῆς αἱρέσεως OGI219.3
(Ilium, iii B. C.).3 stand before so as to guard,οἱ δορυφόροι Μασίστεω προέστησαν Hdt.9.107
, cf. E. Heracl. 306, etc.: hence, support, succour,πρόστητ' ἀναγκαίας τύχης S.Aj. 803
; ὁ προστὰς τῆς εἰρήνης the champion of peace, Aeschin.2.161; πάντων προστᾶσα [ δύναμις] Pl.Ti. 25b; π. τινός to be his protector, GDI1726.6 (Delph., ii B. C.), PFay.13.5 (ii B. C.);τῆς ἐναντίας π. γνώμης Plb.5.5.8
; were the authors of..,S.
El. 980; π. [ νόσου] E.Andr. 221: abs.,βέλεα.. ἀρωγὰ προσταθέντα S.OT 206
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προΐστημι
-
18 συνοράω
A to be able to see, have within the range of one's vision,πυρὰ ἔκαιον καὶ συνεώρων ἀλλήλους X.An.4.1.11
, cf. 5.2.13, Arr.An.5.11.2; θυρεὸν.. οὗ τὴν ἐπιγραφὴν οὐκ ἦν συνιδεῖν the inscription on which it was impossible to make out, Inscr.Délos 1417 A i 23 (ii B.C.);εἵ τις μὴ συνορῴη τὸ γινόμενον ἀλλὰ διὰ τῆς ἀκοῆς μόνον κρίνοι Artemo
ap.Ath.14.637e;συνιδόντες [τὸν στόλον].. ἀνήγοντο Plb.1.23.3
, cf. 1.28.7, 3.66.3, PRein.18.17 (ii B.C.), LXX 2 Ma.15.21, al., Plu.2.940d:—[voice] Pass.,δύνασθαι δεῖ συνορᾶσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος Arist.Po. 1459b19
.II see, comprehend,ταῦτα πάντα Pl.Lg. 904b
, D.1.28;τὰ πολλαχῇ διεσπαρμένα Pl.Phdr. 265d
, cf. Lg. 965b;πράγματα συνιδεῖν ἱκανός Memn. 3.2
; δεινὴ φύσιν μικρῶν παιδίων συνιδεῖν εὐπρεπῆ clever at picking out or detecting.., D.59.18;νόμοι.. ῥᾴδιοι συνιδεῖν Isoc.12.144
;ἡ τῶν δημοσίων γραμμάτων φυλακὴ.. ἀπέδωκε τῷ δήμῳ, ὁπόταν βούληται, συνιδεῖν τοὺς πάλαι μὲν πονηρούς, ἐκ μεταβολῆς δ' ἀξιοῦντας εἶναι χρηστούς Aeschin.3.75
;οὐδεὶς ἐφ' αὑτοῦ τὰ κακὰ συνορᾷ,.. ἑτέρου δ' ἀσχημονοῦντος ὄψεται Men.631
;ὀρθῶς συνεώρακε τὸ ἀγνόημα Hipparch. 2.3.20
;τὸ πλῆθος τῶν τόνων συνιδεῖν Ptol.Harm.2.9
; συνιδεῖν ἦν τῷ προσέχοντι τὸν νοῦν [ἡ ἀρχὴ] ἰσχυρὰ οὖσα, i.e. one might see that it was.., X.An.1.5.9;εἰ μέλλοι τις τὰ διαφέροντα καθαρίως ἐν [τῇ Ῥωμαίων πολιτείᾳ] συνόψεσθαι Plb.6.3.4
;συνιδὼν.. ἰσχυρὸν ὑπάρχοντα.. τὸν ἀέρα Ph.Bel.77.17
; , cf. 635; μάχην οὗτος οὐ συνορᾷ he doesn't see any contradiction, Arr.Epict.1.5.8, cf. 2.19.1;τὴν κοινότητα συνορᾶν Plu.2.34c
, cf. 950d,977e, Cam.40;ὁ Κάλχας οὐ συνεῖδε τὸν καιρόν Id.2.29c
; τὸ αἴτιον ἐκ τῶν νῦν λεχθέντων ς. Arist.GA 772b11, cf. Plb.1.4.7; freq. in Epicur., Nat.28.11, al.;σ. περὶ τῶν ἀδήλων Ep.1p.5U.
;ἐκ τῶν λέξεων Nat.28.6
; ἐν τοῖς τοιούτοις ἀκροαταῖς οἳ οὐ δύνανται διὰ πολλῶν συνορᾶν οὐδὲ λογίζεσθαι πόρρωθεν cannot see an argument built up from many particulars, Arist.Rh. 1357a4;συνεωρακέναι καὶ λελογίσθαι ὅτι.. D.45.68
;συνορᾶν ὅτι.. Isoc.5.56
, Epicur.Fr.53, Sor.1.46, Plu. 2.698e;ὡς.. Thphr.Sens.36
, Luc.JTr.42;χαλεπὸν συνιδεῖν εἰ.. Isoc.2.7
;σ. ποία πολιτεία ἀρίστη Arist.EN 1181b21
;πότερον.. Id.Ph. 241b32
:—[voice] Pass., οὔπω συνῶπται ἱκανῶς has not yet been sufficiently observed, Id.GA 762a34, cf. HA 580a20;ἐκ τούτου πρῶτον συνοφθῆναι τὴν δύναμιν Thphr.HP9.10.2
.2 pay attention to, see to a thing, ; πρὸς τοὺς χρόνους τῆς ὥρης.. συνορῆν, ὅκως.. ib.4.3 [tense] aor. part. συνιδών, having become aware of, Act.Ap.12.12; συνιδόντες κατέφυγον ib.14.6.III resolve, c. inf., Lyd.Mag.3.26, Cod.Just.1.4.29.8; συνορῶ τέως ἐν ταυτότητι μεῖναι τὰς ῥύσεις I desire that.., POxy.940.2 v A.D.); decide judicially, PMonac.1.20, 6.55, al. (vi A.D.);ἐὰν συνίδῃ δεόμενον τὸ πρᾶγμα ζητήσεως Cod.Just.4.20.15.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοράω
-
19 ψυχή
ψῡχ-ή, ἡ,A life,λύθη ψ. τε μένος τε Il.5.296
, etc.;ψ. τεκαὶ αἰών 16.453
, cf. Od.9.523;θυμοῦ καὶ ψ. Il.11.334
, Od.21.154;λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος Il.22.325
; ψυχὰς παρθέμενοι at hazard of their lives, Od.3.74,9.255;αἰεὶ ἐμὴν ψ. παραβαλλόμενος Il.9.322
; λίσσου' ὑπὲρ ψ. καὶ γούνων by your life, 22.338; soἀντὶ ψ. S.OC 1326
: but περὶ ψ. to save their life, Od.9.423;περί τε ψυχέων ἐμάχοντο 22.245
;περὶ ψ. θέον Ἕκτορος Il.22.161
;τρέχων περὶ τῆς ψ. Hdt.9.37
;τῆς ἐμῆς περὶ ψ. A.Eu. 115
, cf. E.Hel. 946, Heracl. 984;περὶ ψ. κινδυνεύων Antipho 2.1.4
, cf. Th. 8.50;ἁγὼν.. σῆς ψ. πέρι S.El. 1492
, cf. E.Ph. 1330, Or. 847, X.Cyr.3.3.44;τὸν περὶ ψ. δρόμον δραμεῖν Ar.V. 375
(lyr.);ἀγωνίζεσθαι περὶ τῆς ψ. X.Eq.Mag.1.19
; ὃ ἂν θέλῃ, ψυχῆς ὠνεῖται [θυμός] in exchange for life, Heraclit.85;τῆς ψ. πρίασθαί τι X.Cyr.3.1.36
;τί γὰρ δοῖ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψ. αὐτοῦ; Ev.Marc.8.37
. In early poets:ψυχὰν ἀποπνεῖν Simon.52
;ψυχὰς ἔχοντες κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Archil.23
;ψυχέων φειδόμενοι Tyrt.10.14
;θειδωλὴν ψ. θέμενος Sol.13.46
;ψυχῆς εἵνεκα καὶ βιότου Thgn.730
;ψυχὰν Ἀΐδᾳ τελέων Pi.I.1.68
;ψυχὰς βαλον Id.O.8.39
;χαλκῷ ἀπὸ ψυχὴν ἀρύσας Emp.138
; ; τῆς ἐμῆς ψ. γεγώς ib. 775;τὴν ψ. ἐκπίνουσιν Ar.Nu. 712
(anap.);ψ. ἀφήσω E.Or. 1171
;ψ. σέθεν ἔκτεινε Id.Tr. 1214
;ψ. παραιτέεσθαι Hdt.1.24
; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψ. satisfaction for the life of A., Id.2.134; , cf. Th.1.136, etc.;τὴν ψ. ἢ τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος Aeschin.2.88
;τὸ τῆς ψ. ἀπαιτηθεὶς χρέος LXX Wi.15
. 8, cf. Ev.Luc.12.20;ζητοῦσι τὴν ψ. μου LXX 3 Ki.19.10
, cf. Ev.Matt. 2.20;τὴν ψ. αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων Ev.Jo.10.11
, etc.; δεῖρον ἄχρις ἡ ψ... ἐπὶ χειλέων λειφθῇ within an inch of his life, Herod.3.3:—the phrase ἐν τῇ χειρὶ τὴν ψ. ἔχοντα taking his life in his hands, is prob. f.l. in Xenarch.4.20;ἡ ψ. μου ἐν ταῖς χερσί [σου] διὰ πάντος LXX Ps.118(119).109
, cf. 1 Ki.19.5, 28.21, al.; of life in animals, Od.14.426, Hes.Sc. 173, Pi.N.1.47, etc.;τὰ ἄλλα ζῷα, ὅσα ψ. ἔχει Anaxag.4
, cf. 12;πάντων τῶν ζῴων ἡ ψ. τὸ αὐτό, ἀήρ Diog.
Apoll.5 (cf. infr. IV. 1); ἡ φύσις τοιαύτη πάντων ὅσσα ψ. ἔχει Democrit.278; ἐπῴζει καὶ ποιεῖ ψ. ἔχειν (of incubation) Epich.172; [ἑρπετὸν] ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψ. ζωῆς LXX Ge.1.30
; ἡ ψ. πάσης σαρκὸς αἷμα αὐτοῦ ἐστιν ib.Le.17.11, cf. De.12.23.2 metaph. of things dear as life,χρήματα γὰρ ψ... βροτοῖσι Hes.Op. 686
;πᾶσι δ' ἀνθρώποις ἄρ' ἦν ψ. τέκν' E.Andr. 419
;τἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψ. βροτοῖς Timocl.35
; so as an endearing name, Hld.1.8, al.;ζωὴ καὶ ψ. Juv.6.195
;ψ. μου Mart.10.68
.II in Hom., departed spirit, ghost (ὑποτίθεται [Ὅμηρος] τὰς ψ. τοῖς εἰδώλοις τοῖς ἐν τοῖς κατόπτροις φαινομένοις ὁμοίας.. ἃ καθάπαξ ἡμῖν ἐξείκασται καὶ τὰς κινήσεις μιμεῖται, στερεμνιώδη δὲ ὑπόστασιν οὐδεμίαν ἔχει εἰς ἀντίληψιν καὶ ἁφήν Apollod.
Hist.Fr. 102(a)J.);ψ. Πατροκλῆος.. πάντ' αὐτῷ.. ἐϊκυῖα Il.23.65
: freq. in Od.11, ψ. Ἀγαμέμνονος, Ἀχιλῆος, etc., 387, 467, al.;ψ. καὶ εἴδωλον Il.23.104
, cf. 72, Od.24.14;ψ. κατὰ χθονὸς ᾤχετο τετριγυῖα Il.23.100
; ψυχὰς ἡρώων, opp. αὐτούς, 1.3, cf. Hes.Sc. 151;ψυχαὶ δ' Ἄϊδόσδε κατῆλθον Il.7.330
;ψ. δὲ κατ' οὐταμένην ὠτειλὴν ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14.518
; sts. hardly dist. from signf. 1,ἅμα ψ. τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν 16.505
; in swoons it leaves the body,τὸν δὲ λίπε ψ. 5.696
; so in later writers (seldom in Trag.),σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ Pi.P.11.21
; ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ib.4.159, cf. N.8.44;αἱ ψ. ὀσμῶνται καθ' Ἅιδην Heraclit.98
;πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς A.Pers. 630
(anap.);ποτωμένην ψ. ὑπὲρ σοῦ E.Or. 676
, cf. Fr. 912.9 (anap.);τὰς τῶν κεκμηκότων ψ., αἷς ἐστιν ἐν τῇ φύσει τῶν αὑτῶν ἐκγόνων κήδεσθαι Pl.Lg. 927b
; ψ. σοφαί, perh. 'wise ghosts', Ar.Nu. 94;δὶς ἀποθανουμένη ψ. Anon.
ap. Plu.2.236d.III the immaterial and immortal soul, first in Pindar,ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων.. ἀνδιδοῖ [Φερσεφόνα] ψυχὰς πάλιν Fr. 133
, cf. Pl.Men. 81b;εἰπόντες ὡς ἀνθρώπου ψ. ἀθάνατός ἐστι Hdt.2.123
;ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψ. Pl.Phdr. 246a
, cf. Phd. 70c, al.;ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψ. καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται Id.R. 608d
;ἁψ. τῷ σώματι συνέζευκται καὶ καθάπερ ἐν σάματι τέθαπται Philol.14
, cf. Pl.Cra. 400c: hence freq. opp.σῶμα, ψ. καὶ σῶμα X.Mem.1.3.5
, cf. An.3.2.20;ψ. ἢ σῶμα ἢ συναμφότερον, τὸ ὅλον τοῦτο Pl.Alc.1.130a
;εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψ. ἀφικνεῖται καὶ ἐκ θηρίου.. πάλιν εἰς ἄνθρωπον Id.Phdr. 249b
;κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς μύθους τὴν τυχοῦσαν ψ. εἰς τὸ τυχὸν ἐνδύεσθαι σῶμα Arist.de An. 407b22
;οὐδὲ τοῦτο ἐπείσθην, ὡς ἡ ψ., ἕως μὲν ἂν ἐν θνητῷ σώματι ᾖ, ζῇ, ὅταν δὲ τούτου ἀπαλλαγῇ, τέθνηκεν X.Cyr.8.7.19
;ἀνθρώπου γε ψ., ἣ τοῦ θείου μετέχει,.. ὁρᾶται δ' οὐδ' αὐτή Id.Mem.4.3.14
, cf. Cyr. 8.7.17; αἰθὴρ μὲμ ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώ[ματα δὲ χθών] IG12.945 (v B. C.);ὁπόταμ ψ. προλίπῃ φάος ἀελίοιο Orph.Fr.32
f.1;ἡμεῖς ἐσμεν ψ., ζῷον ἀθάνατον ἐν θνητῷ καθειργμένον φρουρίῳ Pl.Ax. 365e
.IV the conscious self or personality as centre of emotions, desires, and affections,χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί Pi.N.9.39
;μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος Id.I.4(3).53(71)
;ἐνίους τῶν καλῶν τὰς μορφὰς μοχθηροὺς ὄντας τὰς ψ. X.Oec.6.16
;θνητοῦ σώματος ἔτυχες, πειρῶ τῆς ψ. ἀθάνατον μνήμην καταλιπεῖν Isoc.2.37
; opp. material blessings,κτεάνων ψ. ἔχοντες κρέσσονας Pi.N.9.32
;μήτε σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων.. οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψ. ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται Pl.Ap. 30b
, cf. 29e: hence regarded in abstraction,τὸ παρεχόμενον ἡμῶν ἕκαστον τοῦτ' εἶναι μηδὲν ἀλλ' ἢ τὴν ψ., τὸ δὲ σῶμα ἰνδαλλόμενον ἡμῶν ἑκάστοις ἕπεσθαι Pl.Lg. 959a
;ἡ ψ. ἐστιν ἄνθρωπος Id.Alc.1.130c
;οὐδὲ νῦν τήν γ ἐμὴν ψ. ἑωρᾶτε X.Cyr.8.7.17
, cf. supr. 111: sts., therefore, distd. from oneself,ψ. γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη S.Ant. 227
;ἡ ψ. μου πεπότηται Ar.Nu. 319
(anap.);τί ποτ' ἔστι μαθεῖν ἔραται ψ. E.Hipp. 173
(anap.);ἄλλο τι βουλομένη ἑκατέρου ἡ ψ. δήλη ἐστίν Pl.Smp. 192c
; οἴμοι ψυχή woe is me! LXX Mi.7.1; καὶ ἐρῶ τῇ ψ. μου, "yuxh/, e)/xeis polla\ a)gaqa/" Ev.Luc.12.19; in periphrases, ψ. Ὀρέστου, = Ὀρέστης, S.El. 1127, al.: but τὴν Φιλοκτήτου ψ. ἐκκλέψεις his wits, Id.Ph.55;ἡ δ' ἐμὴ ψ. τέθνηκεν Id.Ant. 559
, cf. OC 999; so ψυχαί abs., = ἄνθρωποι, ψ. ὀλέσασα A.Ag. 1457 (lyr.); ψ. πολλαὶ ἔθανον many souls perished, Ar.Th. 864;πᾶσαι αἱ ψ., υἱοὶ καὶ αἱ θυγατέρες λ γ LXX Ge.46.15
, cf. Ex.12.4, al.; [κιβωτὸς] εἰς ἣν ὀλίγοι, τοῦτ' ἔστιν ὀκτὼ ψ., διεσώθησαν 1 Ep.Pet.3.20
. In apostrophe,μή, φίλα ψ. Pi.P.3.61
;ὦ μελέα ψ. S.Ph. 712
(lyr.);ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψ. X.Cyr.7.3.8
; in referring to persons,ὅταν μεγάλη ψ. φυῇ Pl.R. 496b
(cf. μεγαλόψυχος) ; καλεῖται γοῦν ἡ ψ. Κρινοκοράκα the creature, Thphr.Char.28.2;πάσῃ ψ. τετελευτηκυίᾳ LXX Nu.6.6
,11;πᾶσα ψ. ὑποτασσέσθω Ep.Rom.13.1
, etc.: generally, being, ψυχὴ ζῶσα living creature, LXX Ge.1.24, cf. 20(pl.).2 of various aspects of the self, ἐν πολέμοιο μάχαις τλάμονι ψ. παρέμειν ) enduring heart, Pi.P.1.48;διεπειρᾶτο αὐτοῦ τῆς ψ. Hdt.3.14
, ἦν ηὰρ.. ψυχὴν οὐκ ἄκρος poor-spirited, Id.5.124;ψυχὴν ἄριστε πάντων Ar.Eq. 457
;καρτερὰν ψ. λαβεῖν Id.Ach. 393
;κράτιστοι ἂν τὴν ψ. κριθεῖεν Th.2.40
;τοῖς σώμασι δύνανται τὰς δὲ ψ. οὐκ ἔχουσιν Lys.10.29
;ὁ γὰρ' λόγχην ἀκονῶν καὶ τὴν ψ. τι παρακονᾷ X.Cyr.6.2.33
, cf. Oec.21.3.3 of the emotional self,ὑπείργασμαι μὲν εὖ ψυχὴν ἔρωτι E.Hipp. 505
, cf. 527 (lyr.);πάνυ μου ἡ ψ. ἐπεθύμει X.Oec.6.14
;τίνα ποτὲ ψ. ἔχων; Lys.32.12
; τίν' οἴεσθ' αὐτὴν ψ. ἕξειν, ὅταν ἐμὲ ῒδῃ; how will she feel? D.28.21; μία ψ., prov. of friends, Arist.EN 1168b7; ψ. μία ἤστην prob. in Phryn. PSp.128B.; of appetite,ψυχῇ διδόντες ἡδονήν A.Pers. 841
(s. v.l.), cf. Epich.297, Theocr.16.24;λίχνῳ δὲ ὄντι τὴν ψ. Pl.R. 579b
;τῷ δὲ ἡ ψ. σῖτον μὲν οὐ προσίετο, διψῆν δ' ἐδόκει X.Cyr.8.7.4
.4 of the moral and intellectual self,ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψ. Pi.O. 2.70
;ψ. τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην S.Ant. 176
;ἀρκεῖν.. κἀντὶ μυρίων μίαν ψ. τάδ' ἐκτίνουσαν, ἢν εὔνους παρῇ Id.OC 499
;ψ. γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον Id.Fr. 101
;ἡ κακὴ σὴ ψ. Id.Ph. 1014
;ψυχῆς κατήγορος κακῆς X.Oec.20.15
, cf. Pl.R. 353e;ἡ βουλεύσασα ψ. Antipho 4.1.7
, cf. Pl.Lg. 873a; τὸ σῶμα ἀπειρηκὸς ἡ ψ. συνεξέσωσεν.. διὰ τὸ μὴ ξυνειδέναι ἑαυτῇ the mind conscious of innocence, Antipho 5.93;τὸ ἐπιμελεῖσθαι καὶ ἄρχειν καὶ βουλεύεσθαι.. ἐσθ' ὅτῳ ἄλλῳ ἢ ψυχῇ δικαίως ἂν ἀποδοῖμεν; Pl.R. 353d
;τὴν τῆς ψ. ἐπιμέλειαν X.Mem. 1.2.4
, Isoc.15.304; τὰ ἐν τῇ ψ. διὰ τὴν παιδείαν ἐγγιγνόμενα ib.290;τῆς ψ. ἐξελθούσης, ἐν ᾗ μόνῃ γίγνεται φρόνησις X.Mem.1.2.53
;νοῦς τε καὶ ψ. Pl.Cra. 400a
, cf. Phdr. 247c, al.; ;ἰδὼν μὲν γνούς τε σῇ ψ., τέκνον E.Tr. 1171
. Phrases:—ἐκ τῆς ψ. φίλος X.An.7.7.43
; ἀπὸ τῆς ψ. φιλεῖν with all the heart, Thphr. Char.17.3;βόσκοιτ' ἐκ ψυχᾶς τὰς ἀμνάδας Theoc.8.35
;ὅλῃ τῇ ψ. κεχαρίσθαι τινί X.Mem.3.11.10
; οὐκ ἐᾷ ἡμᾶς οὐδὲ ψυχῆς λαχεῖν he won't let us call our soul our own, Phryn.PSp.128B.5 of animals, ψ. μεγαλόφρων, of a horse, X.Eq.11.1;θηρίων ψ. ἡμεροῦμεν Isoc.2.12
; ψ. χηνός, ὀρτυγίου, Eub.101, Antiph.5.6 of inanimate things,πᾶσα πολιτεία ψ. πόλεώς ἐστιν Isoc.12.138
, cf. 7.14;ἡ τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἀρετὴ τῆς Ἑλλάδος ἦν ψ. D.60.23
;οἷον ψ. ὁ μῦθος τῆς τραγῳδίας Arist.Po. 1450a38
; also of the spirit of an author, D.H.Lys.11.V Philosophical uses:1 In the early physicists, of the primary substance, the source of life and consciousness, ὁρίζονται πάντες (sc. οἱ πρότεροι)τὴν ψ. τρισίν, κινήσει, αἰσθήσει, τῷ ἀσωμάτῳ Arist.de An. 405b11
; τὸν λίθον ἔφη [Θαλῆς] ψ. ἔχειν ὅτι τὸν σίδηρον κινεῖ, of the magnet, ib. 405a20; ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψ. (sc. πῦρ) Heraclit. 36;ἡ ψ. πνεῦμα Xenoph.
ap. D.L.9.19; καρδία ψυχῆς καὶ αἰσθήσιος [ἀρχά] Philol.13;τοῦτο [ἀὴρ] αὐτοῖς καὶ ψ. ἐστι καὶ νόησις Diog.
Apoll.4;τὴν τῶν ἄλλων ἁπάντων φύσιν οὐ πιστεύεις Ἀναξαγόρᾳ νοῦν καὶ ψ. εἶναι τὴν διακοσμοῦσαν; Pl.Cra. 400a
, cf. Arist.de An. 404a25; Δημόκριτος πῦρ τι καὶ θερμόν θησιν αὐτὴν (sc. ψυχὴν) εἶναι ib. 404a1, cf. Resp. 472a4.2 the spirit of the universe,ψ. εἰς τὸ μέσον [τοῦ κόσμου] θείς Pl.Ti. 34b
, cf. 30b;τὴν τοῦ παντὸς δῆλον ὅτι τοιαύτην εἶναι βούλεται [ὁ Τίμαιος] οἷόν ποτ' ἐστὶν ὁ καλούμενος νοῦς Arist.de An. 407a3
; ἐν τῷ ὅλῳ τινὲς [τὴν ψ.] μεμεῖχθαί φασιν, ὅθεν ἴσως καὶ Θαλῆς ᾠήθη πάντα πλήρη θεῶν εἶναι ib. 411a8;ὁ κόσμος ψ. ἐστὶν ἑαυτοῦ καὶ ἡγεμονικόν Chrysipp.Stoic.2.186
; ψ. [κόσμου] Plu.2.1013e, cf. M.Ant.4.40;ψ. ἐλθοῦσα εἰς σῶμα οὐρανοῦ Plot.5.1.2
;τόδε τὸ πᾶν ψ. μίαν ἔχον εἰς πάντα αὐτοῦ μέρη Id.4.4.32
; περὶ ψυχᾶς κόσμου καὶ φύσιος, title of work by Ti.Locr.3 In Pl. the immaterial principle of movement and life,ὅταν παρῇ [ψυχὴ] τῷ σώματι, αἴτιόν ἐστι τοῦ ζῆν αὐτῷ Pl.Cra. 399d
, cf. Def. 411c; [ψυχῆς λόγον ἔχομεν] τὴν δυναμένην αὐτὴν αὑτὴν κινεῖν κίνησιν Id.Lg. 896a
; μεταβολῆς τε καὶ κινήσεως ἁπάσης αἰτία [ἡ ψ.] ἅπασιν ib. b, cf. 892c; its presence is requisite for thought,σοφία καὶ νοῦς ἄνευ ψ. οὐκ ἂν γενοίσθην Id.Phlb. 30c
, cf. Ti. 30b, Sph. 249a; defined by Arist. asοὐσία ὡς εἶδος σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος de An. 412a20
; ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ ὀργανικοῦ ib. 412b5; the tripartite division ofψ., οἱ δὲ περὶ Πλάτωνα καὶ Ἀρχύτας καὶ οἱ λοιποὶ Πυθαγόρειοι τὴν ψ. τριμερῆ ἀποφαίνονται, διαιροῦντες εἰς λογισμὸν καὶ θυμὸν καὶ ἐπιθυμίαν Iamb.
ap. Stob.1.49.34, cf. Pl.R. 439e sqq.; in Arist.ἡ ψ. τούτοις ὥρισται, θρεπτικῷ, αἰσθητικῷ, διανοητικῷ, κινήσει· πότερον δὲ τοὔτων ἕκαστόν ἐστι ψ. ἢ ψυχῆς μόριον; de An. 413b11
, cf. PA 641b4;ἡ θρεπτικὴ ψ. Id.de An. 434a22
, al.; in the Stoics and Epicureans, σῶμα ἡ ψ. Zeno and Chrysipp.Stoic.1.38; of the scala naturae,τὰ μὲν ἕξει διοικεῖται, τὰ δὲ φύσει, τὰ δ' ἀλόγῳ ψ., τὰ δὲ καὶ λόγον ἐχούσῃ καὶ διάνοιαν Stoic.2.150
, cf. M.Ant.6.14;ἡ ψ. σῶμά ἐστι λεπτομερές.. προσεμφερέστατον πνεύματι θερμοῦ τινα κρᾶσιν ἔχοντι Epicur.Ep.1p.19U.
;τέλος.. τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψ. Id.Ep.3p.64U.
; in the Neo-Platonists characterized by discursive thinking,τοὺς λογισμοὺς ψυχῆς εἶναι ἐνεργήματα Plot.1.1.7
; related to νοῦς as image to archetype, εἰκών τίς ἐστι νοῦ [ψ.] Id.5.1.3; present in entirety in every part,πάρεστι πᾶσα πανταχοῦ ψ. Id.5.1.2
, cf. 4.7.5;φύσις ψ. οὖσα, γέννημα ψυχῆς προτέρας Id.3.8.4
; animal and vegetable bodies possessοἷον σκιὰν ψυχῆς Id.4.4.18
;πᾶν σῶμα.. ψυχῆς μετουσίᾳ κινεῖται ἐξ ἑαυτοῦ καὶ ζῇ διὰ ψ. Procl.Inst.20
.2 τριπόλιον, Ps.-Dsc.4.132.VII Psyche, in the allegory of Psyche and Eros, Apul.Metam. bks. 4-6, Aristophontes ap. Fulg.Myth.3.6. (See ancient speculations on the derivation, Pl.Cra. 399d- 400a, Arist.de An. 405b29, Chrysipp.Stoic.2.222; Hom. usage gives little support to the derivation from ψύχω 'blow, breathe';τὸν δὲ λίπε ψ. Il.5.696
means 'his spirit left his body', and so λειποψυχέω means 'swoon', not 'become breathless';ἀπὸ δὲ ψ. ἐκάπυσσε Il.22.467
means 'she gasped out her spirit', viz. 'swooned'; the resemblance of ἄμπνυτο 'recovered consciousness' to ἀμπνέω 'recover breath' is deceptive, v. ἄμπνυτο, ἔμπνυτο: when concrete the Homeric ψ. is rather warm blood than breath, cf. Il.14.518, 16.505, where the ψ. escapes through a wound; cf. ψυχοπότης, ψυχορροφέω, and S.El. 786, Ar.Nu. 712 (v. supr.1).) -
20 ἀθρόος
ἀθρόος, α, ον, (ος, ον D.19.228, Arist.PA 675b21, etc.), [full] ἁθρόος in Hom. acc. to Aristarch. ap. Sch.Ven.ll.14.38 and [dialect] Att.(also some times [full] ἅθρους, ουν, as Ar.Fr. 633, Hyp.Eux.33, D.27.35), poet.acc.pl.A ; dat. pl.ἁθροῖσιν Epigr.Gr.1034
26 ([place name] Callipolis):—but in later writers the spir. lenis prevailed: (ἀ- 11
, θρόος):—in crowds, heaps, or masses, crowded together, Hom. only in pl., as Il.2.439, al.;ἁθρόοι.. ἅπαντες Od.3.34
, etc.: sg. first in Pi.P.2.35; ἀθρόοι, of soldiers, in close order, Hdt.6.112, X.An.1.10.13, etc.; opp. ἀσύντακτοι, Id.Cyr.8.1.46; in column, ib.5.3.36; πολλαὶ κῶμαι ἁ. close together, Id.An.7.3.9.II together, in a body, ἁθρόα πάντ' ἀπέτεισε he paid for all at once, Od.1.43; ἁ. πόλις the citizens as a whole, opp. καθ' ἕκαστον, Th.2.60, cf. 1.141;ἁ. δύναμις Id.2.39
; ἁ. ἦν αὐτῷ τὸ στράτευμα was assembled, X.Cyr.3.3.22; τὸ ἁ. their assembled force, ib.4.2.20, cf. An.5.2.1; ἁθρόῳ στόματι with one voice, E.Ba. 725; ἁ. δάκρυ one flood of tears, Id.HF 489; ἁ. λόγος a flood of words, Pl.R. 344d; ἁθρόους κρίνειν to condemn all by a single vote, Id.Ap. 32b;πολλοὺς ἁ. ὑμῶν D.21.131
; ἄθρους ὤφθη was seen with all his forces, Plu. Them.12, cf. Id.Sull.12; ἁ. λεγόμενον used in a collective sense, opp. κατὰ μέρος, Pl.Tht. 182a; ἀθρόας γινομένης μεταβολῆς taking place all at once, Arist.Ph. 186a15; opp. ἐκ προσαγωγῆς, Id.Pol. 1308b16; κατήριπεν ἀ. he fell all at once, Theoc. 13.50, cf. 25.252; ἀθρόαι πέντε νύκτες five whole nights, PiP.4.130;κατάστασις ἀθρόα καὶ αἰσθητή Arist. Rh. 1369b34
; κάθαρσις ἀ., opp. κατ' ὀλίγον, Id.HA 582b7; καταπιεῖν ἅθρους τεμαχίτας at a gulp, Eub.9, cf. Plu.2.650c, etc.; ἀθρόον ἐκκαγχάζειν burst out laughing, Arist.EN 1150b11, cf. Hp.Ep.17.3 sudden, ἔφοδος Malch.p.412 D.; τῷ ἀ. μὴ καταπλαγῆναι Men.Prot.p.68 D.:— this sense may perh. be found in Plu. Them. l.c., Sull.l.c.III complete, overwhelming,ἀ. κακότης Pi.P. 2.35
; continuous, incessant, ; concentrated, of noise, D.H. Comp.22, etc.IV Adv. ἀθρόον all at once; in one payment,PPetr.
2p.27, cf. D. 27.35; generally,εἰρῆσθαι Aret. SA1.6
:—regul. Adv.ἀθρόως X.Smp.2.25
, Arist.HA 533b10, etc.; ἀ. λέγειν to speak collectively or generally, Aristid.Rh.2.547S.V [comp] Comp.ἁθροώτερος Th.6.34
, etc.;ἀθρουστέρα Phylotim.
ap.Ath.3.79b: [comp] Sup.ἀθρούστατος Plu.Caes.20
.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μεταβολῆς — μεταβολεύς one who exchanges masc nom pl μεταβολεύς one who exchanges masc nom/voc pl μεταβολή change fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
ροοστάτης — Μεταβλητή αντίσταση που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση του ρεύματος που ρέει σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Η μεταβολή της αντίστασης αυτής μπορεί να είναι ασυνεχής ή συνεχής. Στην πρώτη περίπτωση (ρ. με άλματα) ο ρ. αποτελείται από μια σειρά… … Dictionary of Greek
ελαστικότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων σωμάτων –των ελαστικών–, τα οποία, αν υποβληθούν σε μια παραμορφωτική δράση, τείνουν να επανακτήσουν την αρχική τους κατάσταση, όταν σταματά αυτή η δράση. Τα πιο γνωστά παραδείγματα ελαστικών σωμάτων είναι τα… … Dictionary of Greek
επιτάχυνση — O χρονικός ρυθμός μεταβολής της ταχύτητας σε ένα κινούμενο αντικείμενο. Ας θεωρήσουμε, για παράδειγμα, ένα αυτοκίνητο, το οποίο, ξεκινώντας από στάση, αποκτά σε δέκα δευτερόλεπτα ταχύτητα 10 μ./δευτ. Αν σε αυτά τα δέκα δευτερόλεπτα είχε σταθερή ε … Dictionary of Greek
ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… … Dictionary of Greek
κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
ελεύθερη ενέργεια — Θερμοδυναμική καταστατική συνάρτηση (F), η οποία δίνει το ποσό του έργου που μπορεί να παράγει ένα σύστημα κατά τη διάρκεια μιας ισόθερμης διαδικασίας. Πιο συγκεκριμένα, το απειροστό έργο που παράγεται από το σύστημα κατά την παραπάνω μεταβολή… … Dictionary of Greek
отъвращениѥ — ОТЪВРАЩЕНИ|Ѥ (9*), ˫А с. 1.Действие по гл. отъвратити в 1 знач. Образн.: по что на казнь приносѧ б҃ъ гнѣвъ. терпить не покающимъсѧ и ѿгонѧщемъ гнѣвъ. приѥмлѧ долготерпѣниѥмь ѥже ѿ него ѿвращени˫а (τὴν… ἐπιστροφήν!) ПНЧ 1296, 22 об.; тако бо и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)